ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Απόφαση – ανάσα για δανειολήπτη στη Λαμία

Δημιουργική ενσωμάτωση διαφορών στις συντροφικές σχέσεις

«Στο τάνγκο τα σώματα πρέπει να δημιουργήσουν ένα κύκλωμα εντάσεων. Το μπράτσο πρέπει να είναι σταθερό αλλά χωρίς να σπρώχνει.

Τα πόδια σε επαφή αλλά χωρίς να πιέζονται ή να εμποδίζουν την κίνηση. Να έχετε υπόψιν σας πως σε αυτό το χορό η ισορροπία δε βρίσκεται στον καθέναν αλλά στο κέντρο, ανάμεσά σας κι αν δεν καταλαβαίνετε ο ένας τον άλλο μπορεί να χάσετε την ισορροπία σας. Πρέπει να μάθετε να επικοινωνείτε, για να μπορέσετε να το απολαύσετε μαζί»

Χόρχε Μπουκάι, «Να βλέπεις στον έρωτα»  

Όταν τα ζευγάρια πρωτοερωτεύονται βιώνουν τη συγχώνευση. Είναι αχώριστα. Κάθονται και κοιτάζουν ο ένας τον άλλο στα μάτια. Υπόσχονται αιώνια αγάπη ο ένας στον άλλο. Αργότερα , καθώς προχωρούν στις δραστηριότητες της ζωής και εξοικειώνονται ο ένας με τις συνήθειες του άλλου, υπάρχει μια αργή και αδιόρατη διαδικασία διαχωρισμού. Και ο διαχωρισμός σημαίνει διαφοροποίηση.

Διαφοροποίηση σημαίνει ότι το ζευγάρι αρχίζει να απομακρύνεται από τη συγχώνευση, καθώς ο καθένας πρέπει να αναπτύξει το δικό του εαυτό, να επικυρωθεί το Εγώ του, όπως γίνεται και στη σχέση μητέρας και παιδιού. Το κάθε μέλος του ζευγαριού στέκει χωριστά και βρίσκεται πάλι αντιμέτωπο με τον εαυτό του, με τις εσωτερικές του ανάγκες, τις συγκρούσεις και τα ειδικά ταλέντα του. Κάθε μέλος διαμορφώνει κατάλληλα το δικό του τρόπο δράσης μέσα στη σχέση, τη συνεργασία, για να την κάνει να λειτουργήσει. Αυτό είναι η εξατομίκευση σύμφωνα με το Jung , στη Gestalt το λέμε «σχηματισμός ορίων».

Λέμε δηλαδή ότι για να υπάρξει επαρκή επαφή πρέπει να έχουμε επαρκή όρια. Ξέρουμε ότι δε μπορούμε να έχουμε επαφή με μια άμορφη μάζα, ούτε καν σύγκρουση. Πρέπει να εξελιχθούμε από την ψυχολογικά ομογενοποιημένη άμορφη μάζα σε έναν διαφοροποιημένο οριοθετημένο οργανισμό με τις δικές μας ιδέες, συναισθήματα, προτιμήσεις, αντοχές.

Σε αυτή την περίοδο υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση των διαφορών και επιστροφή στο στόχο της αυτοπραγμάτωσης. Η συγχώνευση και η διαφοροποίηση συμβαίνουν ταυτόχρονα, καθώς οι άνθρωποι πλησιάζουν και απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο-στο παιχνίδι, στις διακοπές, ενώ κάνουν έρωτα, ενώ δουλεύουν μαζί και μεγαλώνουν παιδιά.

Διαφοροποίηση όμως δε μπορεί να υπάρξει χωρίς σύγκρουση. Όμως πολλά ζευγάρια επηρεασμένα από τους μύθους για ιδανικές σχέσεις χωρίς διαφωνίες, από την πεποίθηση ότι όταν αγαπιόμαστε πρέπει να συμφωνούμε και να ταιριάζουμε σε όλα και από τα πρότυπα σε ταινίες κτλ με το happy end, θεωρούν ότι σύγκρουση σημαίνει δεν είμαστε πια ερωτευμένοι, δεν ταιριάζουμε. Και πράγματι μπορεί στις δικές τους οικογένειες προέλευσης να μην έχουν βιώσει ποτέ την υγιή επίλυση μιας σύγκρουσης κατά την οποία ακολουθεί η φροντίδα. Έτσι μπορεί με τη σύγκρουση να τρομάξουν, να φοβηθούν ότι η σχέση απέτυχε.

Πώς γίνεται όμως ένα ζευγάρι να μάθει να μαλώνει τίμια, να επιλύει και να ενσωματώνει τις διαφορές με τρόπο που να ενισχύει και τους δύο και να μην προκαλεί απώλεια αυτοεκτίμησης σε κανέναν;

Πολλές φορές μοιάζουμε να απελπιζόμαστε: «Το έχουμε συζητήσει εκατομμύρια φορές, έχουμε κάνει τόσες κουβέντες... οι περισσότερες καταλήγουν σε καβγά, ειρωνείες και φωνές..»

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοήσουμε έναν άλλο είναι μια διαδικασία που θα μεταμορφώσει εμάς τους ίδιους – το ρίσκο που παίρνω προσπαθώντας να σε καταλάβω είναι ότι δέχομαι να αλλάξω για πάντα από αυτό. Όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο ποιητής T.S. Elliot, «το να δεχτώ να μπω σε μια πραγματικά διαλογική σχέση σημαίνει ότι διακινδυνεύω τίποτα λιγότερο από τα πάντα». Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε την τεράστια σημασία που έχει η συναισθηματική μας διαθεσιμότητα όταν μπαίνουμε σε μια ερωτική σχέση.

Η συναισθηματική διαθεσιμότητα και η αντίληψη ότι και οι δύο είμαστε άνθρωποι, και οι δύο διακινδυνεύουμε κάθε στιγμή τον εαυτό μας και είμαστε ευάλωτοι , μας επιτρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά στα οποία συγκλίνουμε και έχουμε κοινά, προκειμένου να υπάρξει αμοιβαία κατανόηση για αυτά στα οποία διαφέρουμε. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικός διάλογος (Orange, 2009), που οδηγεί τελικά σε μια σχέση εμπιστοσύνης.

Εφόσον λειτουργούμε με αυτή τη φιλοσοφία, αυτό που δημιουργείται όταν υπάρχει διαλογική εμπιστοσύνη μεταξύ δυο ανθρώπων είναι ένα «σχεσιακό σπίτι» (Stolorow, 2007), που επιτρέπει την έκφραση πραγμάτων που ενδεχομένως δεν έχουν ξαναειπωθεί από εσένα ή από εμένα.

Δίνοντας βάση ακριβώς σ’ αυτήν την εμπιστοσύνη, ο Levinas  προσέθεσε στην έννοια του διαλόγου την έννοια της φιλοξενίας. Έτσι, η υποχρέωσή μας απέναντι στον άλλο δεν είναι να τον ακούσουμε αλλά να τον φιλοξενήσουμε στον εαυτό μας και να τον φροντίσουμε – η υποχρέωση μας είναι ηθική και έτσι η σχέση είναι άνιση και γέρνει προς τη μεριά του «άλλου», του ξένου (Critchley & Bernasconi, 2002).

Στην καθημερινότητα και στα λεξικά η  έννοια του διαλόγου είναι συνήθως μια γνωστική διαδικασία, μία ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες, κατά την οποία καθένας από τους συνομιλητές παίρνει εναλλάξ το λόγο για να διατυπώσει  την άποψή του επάνω σε κάποιο θέμα.

Στην θεωρία Gestalt όταν μιλάμε για διάλογο, μιλάμε για τον θεραπευτικό διάλογο, μια υπαρξιακή θέση και στάση στην οποία παίρνει μέρος όλη η ύπαρξη και δείχνει τον τρόπο που σχετίζομαι με το περιβάλλον γύρω μου, έμψυχο ή άψυχο. Είναι μία διαδικασία που συμβαίνει στο ανάμεσα, το μέρος που μπορεί τελικά να δημιουργηθεί μιας υγιής σχέση.

Βασικό σημείο της θεωρίας Gestalt είναι ότι ο άνθρωπος είναι κάτι μεγαλύτερο από το σύνολο των μερών του. Έτσι και στην σχέση υπάρχουν δύο πραγματικότητες και μια τρίτη που αναδύεται από το «ανάμεσα» της σχέσης. Αυτή η πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των μερών που την απαρτίζουν. Είναι αυτό το  αόρατο και μη απτό που διεισδύει σε κάθε μας αλληλεπίδραση και μας ενώνει. Σε αυτό τον χώρο, στο «ανάμεσα» είναι που λαμβάνει χώρο ο Διάλογος, μια διαδικασία με ροή και κίνηση. Η συνάντηση σε αυτό το διαλογικό ανάμεσα που ζούμε μαζί είναι που δημιουργεί κάτι καινούριο και  έχει την δύναμη να αλλάξει το προσωπικό μας κόσμο.

Ο Διάλογος στην θεωρία Gestalt είναι μια διαδικασία με ροή και κίνηση και συμβαίνει όταν δύο ή περισσότερα άτομα επικοινωνούν τον φαινομενολογικό τους κόσμο ο ένας στον άλλο. Ο αυθεντικός διάλογος δεν είναι ένα φαινόμενο που εξαναγκάζεται αλλά ένα αμοιβαίο συμβάν με ροή που εμπλουτίζει τα άτομα.

Για να θέσει κανείς τον εαυτό του στο ρίσκο μιας αυθεντικής διαλογικής σχέσης απαιτείται τρομαχτική αίσθηση ασφάλειας.

Τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία περιλαμβάνονται στη διαδικασία ενός διαλόγου είναι η συμπερίληψη, η δέσμευση στον διάλογο, η παρουσία.

Συμπερίληψη

Η συμπερίληψη είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά. Μία διαδικασία κατά την οποία τα άτομα, είναι σημαντικό να εμπιστευτούν τη φαινομενολογική γλώσσα του άλλου χωρίς κριτική αλλά με αποδοχή και κατανόηση της εμπειρίας του άλλου ατόμου. Αυτό μπορεί να συμβεί με την προϋπόθεση πως και τα δύο μέλη του διαλόγου χρειάζεται να βάλουν στην άκρη τις οποιεσδήποτε προοπτικές και πεποιθήσεις έχουν διαμορφώσει για το άλλο άτομο. Να καταφέρουν να οδηγηθούν σε ένα διάλογο κατά τη διάρκεια του οποίου, η εμπειρία του απέναντι θα μπορεί να εκτιμηθεί και να αναγνωρισθεί με σεβασμό, ως μία διαφορετική πραγματικότητα. (Gary M. Yontef,1998). Η βαθύτερη ανάπτυξη του εαυτού δεν επιτυγχάνεται-όπως πολλοί πιστεύουν-με τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του αλλά με τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Με την αμοιβαία αναγνώριση της παρουσίας ενός άλλου εαυτού και με τη γνώση πως η παρουσία του ενός αναγνωρίζεται από τον άλλο. Με την αμοιβαία αποδοχή, διαβεβαίωση και επιβεβαίωση (Buber 1965)

Παρουσία

Με έναν τρόπο παρουσία είναι η ποιότητα που αναδύεται όταν παραδινόμαστε σε αυτό που συμβαίνει στο εδώ και τώρα αφήνοντας “απ’έξω” κάθε έγνοια και ταυτόχρονα κάθε αγώνα για επίτευξη. Είναι ταυτόχρονα το βασικότερο αλλά  και το πιο δύσκολο στοιχείο κάθε σχέσης. Παρουσία σημαίνει να φέρνεις την ολότητα σου μέσα στην αλληλεπίδραση. Να αφήνεσαι σε αυτό που σε αγγίζει συναισθηματικά να καταλάβει τον χώρο του μέσα στην επίγνωση σου. Η επικοινωνία μπορεί να εκφραστεί με όλους τους δυνατούς τρόπους, όπως η κίνηση του σώματος στον χώρο, η βλεμματική επαφή, το άγγιγμα και εν γένει οτιδήποτε με αποκαλύπτει. Το να είμαι παρών περιλαμβάνει ένα άνοιγμα στην προσωπική ισχύ και το ενυπάρχον δυναμικό μου. Περιλαμβάνει  τη δυνατότητα και την ευαλωτότητα του να είσαι. Το να είσαι παρών σημαίνει πως είσαι ταυτόχρονα δυνατός και αδύναμος. Δεν είναι εύκολο να φτάσουμε στο σημείο να τολμάμε να δείξουμε τον εαυτό μας. Μας φοβίζει για παράδειγμα να φανούμε ευάλωτοι. Αλλά αν είμαι ευάλωτος που φυσικά και είμαι, χρειάζομαι να αποδεχτούμε (κι εσύ κι εγώ) την αδυναμία, ώστε να είμαστε παρόντες και ικανοί να αφεθούμε.

Δέσμευση στο διάλογο

Ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό μίας σχέσης βασισμένη στον διάλογο είτε αυτή πρόκειται για τη σχέση μεταξύ θεραπευτή –θεραπευόμενου είτε για μία ερωτική σχέση, είναι η δέσμευση σε αυτόν. Ο Yontef στο βιβλίο του Awareness, Dialogue & Process (1993) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο διαλογικός θεραπευτής, είναι πραγματικά δεσμευμένος στην διαδικασία του διαλόγου, αφήνει αυτό που υπάρχει στο ενδιάμεσο (εννοώντας τη σχέση) να έχει τον έλεγχο» . Πολλές φορές παρατηρούμε ζευγάρια των οποίων οι ξεχωριστές και διαφορετικές ανάγκες εξαλείφονται «Εντάξει… το  θέλει πολύ όμως να βγαίνουμε για ποτό, τον αγαπάω πολύ και δεν με πειράζει που είμαι κουρασμένη».

Η σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους και περνά στο πρότυπο του Εγώ – Εσύ (I – Thou) μόνον όταν και τα δύο μέρη επιτρέψουν την μεταξύ τους επαφή με αναγνώριση της διαφορετικότητάς τους και των ξεχωριστών τους αναγκών. Για να συμβεί όμως αυτό είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει η δέσμευση στον διάλογο έτσι ώστε να επιτευχθεί ουσιαστική ανταλλαγή. 

Είναι σημαντικό τα μέρη της σχέσης να επιτρέπουν, σε αυτό που προκύπτει, να καθορίζεται στον μεταξύ τους χώρο και όχι να ελέγχεται από τον καθένα ξεχωριστά. Μιας και στη περίπτωση που συμβαίνει αυτό η επικοινωνία οδηγείται από την σχέση του Εγώ – Εσύ σε μία σχέση Εγώ – Αυτό και βασίζεται σε ξεχωριστούς μονολόγους. Αυτό λοιπόν δεν σημαίνει πως η δέσμευση στη διαδικασία του διαλόγου είναι απλά το κάθε άτομο να εκφράζει τον εσωτερικό του εαυτό, δηλαδή τις ανάγκες και τα θέλω του, αλλά να αντιμετωπίζει με σεβασμό και την προσωπική έκφραση του άλλου.  Στο σημείο αυτό τα μέλη της σχέσης βρίσκονται σε μία διαδικασία αμοιβαίας επαφής και δεν «κάνουν» απλά επαφή.

Το να «Κάνω Επαφή» διαφέρει κατά πολύ από το να «Επιτρέπω την Επαφή». Λέγοντας  «Κάνω Επαφή» προσδιορίζεται η ύπαρξη ενός ατόμου, το οποίο από μόνο του βρίσκεται σε μία προσπάθεια να καθορίσει τη σχέση εξ’ ολοκλήρου χωρίς να συμπεριλαμβάνει τον απέναντι. Όλο αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ότι συμβαίνει όταν η επαφή επιτρέπεται. Εκεί δηλαδή που τα δύο άτομα παρουσιάζουν τον αυθεντικό εαυτό τους το ένα στο άλλο αμοιβαία. Μία διαδικασία, η οποία για να επιτευχθεί, χρειάζεται να επιτρέψουν στην αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο να συμβεί χωρίς έλεγχο. Είναι σημαντικό όμως και τα δύο μέρη να είναι διαθέσιμα και πρόθυμα στο να υποστηρίξουν την επαφή μέσα από τη διαδικασία του διαλόγου.

ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ-ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ

Για τον διάλογο, όπως και για την σχέση και τον έρωτα, χρειάζονται δύο ξεχωριστές υπάρξεις και μια ρυθμική εναλλαγή ανάμεσα στο I- Thou και στο I-It, ανάμεσα στην ένωση και στον από/διά-χωρισμό: από την γεμάτη ένωση του I-Thou στον διαχωρισμό και την μοναξιά του I-It. Όπως αναφέρεται στους Polster & Polster όλοι ξεκινήσαμε από ένα συμβιωτικό παράδεισο μέσα στην μήτρα ο οποίος διακόπηκε από τότε που κόπηκε ο ομφάλιος λώρος. Από την απόλυτη ένωση ξαφνικά βρεθήκαμε στην απόλυτο διαχωρισμό και την μοναξιά και αναζητάμε ένωση σε ένα όχι και τόσο φιλικό και προστατευτικό περιβάλλον όσο της μήτρας.

Σε όλη μας την ζωή αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα στην ανάγκη μας για ανεξαρτησία και στο ρίσκο της ένωσης. Γιατί το να έρθω κοντά με κάποιον ή με κάτι, να σχετιστώ, να δεσμευτώ σημαίνει ότι θυσιάζω την ανεξάρτητη μου ύπαρξη. Όμως, μόνο μέσω της επαφής μπορώ να αναπτυχθώ και να εκπληρώσω την ταυτότητα μου. Μέσα από την επαφή συνθέτω την ανάγκη μου για ένωση και για αποχωρισμό/ διαχωρισμό.

Το βασικό ερώτημα, που προκύπτει στην ερωτική διαδικασία και που χαρακτηρίζει τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί, είναι πώς θα πάω κοντά χωρίς να χάσω τις ανάγκες και την ταυτότητά μου, πώς θα σχετιστώ με τον άλλο χωρίς να εισβάλλει. Πως θα συναντήσω δημιουργικά το περιβάλλον μου και τον άλλο χωρίς να χαθώ; Πόση ελευθερία και πόση ένωση; Πώς διαφοροποιούμαι χωρίς να φύγω από την σχέση;

Το έμβρυο άμα παραμείνει στην κοιλιά της μητέρας του θα πεθάνει. Κατά τον ίδιο τρόπο και η σχέση άμα προσκολληθεί στην αδιαχώριστη ένωση, είναι πολύ πιθανό ότι θα πεθάνει, καθώς δεν περνάει ρυθμικά στον διαχωρισμό. Σε μια τέτοια σχέση οι σύντροφοι έχουν συμφωνήσει να μη διαφωνούν. «Δεν το αντέχω να είμαστε μαλωμένοι, θα το συζητάμε μέχρι να τα βρούμε», «Δυσκολεύομαι να μένω μόνος/η μου», «Αγχώνομαι όταν δεν είμαστε μαζί», «Για ότι μας συμβαίνει δεν χρειαζόμαστε βοήθεια, δεν είναι κανενός δουλειά, μόνο δικιά μας», «Μας αρέσει να μένουμε οι δυο μας στο σπίτι, δεν βγαίνουμε με τους φίλους μας», «Δεν έχουμε μυστικά» είναι κάποιες από τις εκφράσεις που δείχνουν πως η διαφορετικότητα βιώνεται σαν κάτι το απειλητικό και αγχογόνο για το ζευγάρι. Τέτοιου είδους και παρατεταμένη συμβολή έχει σαν αποτέλεσμα τη ρουτίνα και διαρκή μείωση της ενέργειας στη σχέση, η οποία βιώνεται σαν «να κρατάς το χέρι κάποιου για πολλή ώρα σε μια ταινία, σαν ένα “νεκρό χέρι”» (Zinker, 1994, σελ. 127).

Η λειτουργία, που ενώνει και συνθέτει την ανάγκη μας για ένωση και για χωρισμό, είναι η επαφή διαμέσου της οποίας μπορούμε να συναντήσουμε τον κόσμο έξω θρεπτικά. Πάντα είμαι σε επαφή με το περιβάλλον μου,  σε αγγίζω, σου μιλάω, σου χαμογελάω, σε βλέπω, σε ρωτάω, σε δέχομαι, σε ξέρω, σε θέλω: όλα με τη σειρά τους υποστηρίζουν την ζωτικότητα στη ζωή. Είμαι μόνος μου, αλλά για να ζήσω χρειάζεται να σε συναντήσω.

Ο διάλογος όπως και η ερωτική σχέση ενέχει μια μεγάλη απειλή, ένα αδιέξοδο. Υπάρχει ο κίνδυνος του συμβολικού θανάτου. Το άτομο εγκαταλείπει την εικόνα του εαυτού του για να έρθει σε επαφή με την αναδυόμενη αίσθηση του εαυτού την παρούσα στιγμή (αφήνω τους ρόλους και βλέπω αυτό που συμβαίνει). Στο I-Thou, όπως και στην σχέση, υπάρχει ο κίνδυνος ότι τα όρια του ατόμου προσωρινά θα διαλυθούν, διότι η ένταση της στιγμής πολλές φορές είναι εκρηκτική. Στην επαφή αντίστοιχα υπάρχουν δύο πόλοι: από τη μία η απομόνωση και από την άλλη η συμβολή.

Αντίστοιχα το θέμα στον έρωτα είναι πως θα συνδεθώ με τον άλλο χωρίς να διαλυθώ, διατηρώντας παράλληλα τον εαυτό μου και τα όριά μου. Υπάρχει μια λεπτή και βαθιά ισορροπία ανάμεσα στο ‘’είμαι’’ ένα άτομο και στο “γίνομαι” ένα ζωτικό κομμάτι της σχέσης. Γιατί μέσα στην διαδικασία της σχέσης είναι απαραίτητο κάθε κομμάτι: η απομόνωση, η οικειότητα και η επαφή... η ισορροπία πάντα απαιτεί κίνηση. Το να είμαι συνδεδεμένος και να διατηρήσω τον εαυτό μου απαιτεί κίνηση. Χρειάζομαι να συνδέομαι και να αποσυνδέομαι, για να συνδεθώ ξανά.

Τι συμβαίνει όταν ο σύντροφός μου θέλει να αποσυνδεθεί; Πως αισθάνομαι; (πχ απόρριψη, παραμέληση κλπ).  Πως μπορώ εγώ να αποσυνδέομαι χωρίς να πληγώσω τον άλλο; Αν αποσυνδεθούμε θα μπορέσουμε να ξανασυνδεθούμε; Είναι οκ να είμαστε διαφορετικοί;

Αν επιλέξω να δεσμευτώ σε μια σχέση, γίνομαι ανοιχτός σε περισσότερες δυνατότητες επαφής. Το ποιος είμαι πλέον παύει να σταματάει εκεί που τελειώνει το δέρμα μου και επεκτείνεται σε κάτι μεγαλύτερο, σε κάτι που έχω επιλέξει να δεσμευτώ. Έτσι, αν το ζευγάρι στο παράδειγμα μας έχει δεσμευτεί να ανακαλύψει ο ένας τον άλλον, να προχωρήσουν στη ζωή μαζί ή να κάνουν παιδιά και η δέσμευση στη σχέση είναι σημαντικότερη από την ιδέα που μέχρι σήμερα είχε ο ένας ή ο άλλος περί γάμου, τότε το ζευγάρι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρει τρόπο να συνεχίσει να υπάρχει.

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια είναι κυρίως προβλήματα προσωπικά, τα οποία εμφανίζονται στο πεδίο της ερωτικής σχέσης και φωτίζουν εκείνες τις αρνητικές πτυχές μας που παραμένουν στην σκιά. Χρειάζεται να εργαστεί κάνεις πάνω στα δικά του προβλήματα / ζητήματα, καθότι η νεύρωση του ενός μπλέκεται με τη νεύρωση του άλλου και η σχέση καταντά κουραστική και ανυπόφορη. Τις περισσότερες φορές είναι ωφέλιμο τα ζευγάρια να ζητάνε τη βοήθεια του ειδικού. Η κεντρική ιδέα πάντως είναι, όταν σε δυσαρεστεί η κατάσταση που βιώνεις, ψάξε να βρεις ποιο προσωπικό σου ζήτημα αντανακλάται στην παρούσα σύγκρουση.

Ο Μαουρίσιο Αμπάντι αναφερόμενος στον «Έρωτα» είπε: «Έρωτας είναι να σου λέω ότι μου αρέσεις επειδή κρατάς με χάρη το καθρέφτη, στον οποίο παρατηρώ τον εαυτό μου, ώστε να συνειδητοποιήσω την αγάπη μου για μένα». Συμπληρώνει δε, ότι κατά το πέρασμα του χρόνου, ο έρωτας συναντά αντιξοότητες και ο καθρέφτης σταματά να είναι καθρέφτης, προκειμένου να αποκτήσει την αληθινή του ιδιότητα. Αρχικά, το πάθος για να αγαπηθεί κανείς και να αρέσει στους άλλους είναι τόσο μεγάλο, που αδιαφορεί για το αν τον περνάνε για άλλον, καθότι καμουφλαρισμένος. Υπάρχουν στιγμές που έχουμε τόσο ανάγκη για αγάπη, που την απολαμβάνουμε ακόμα και όταν είναι απάτη. Όντως στη πραγματικότητα αυτό είναι απάτη, διότι το ερωτικό πάθος δεν είναι για μας τους ίδιους αλλά γι ’αυτό που προβάλει ο άλλος πάνω μας.

Όμως, η πραγματική επαφή υπάρχει μόνο όταν μπαίνω ολόκληρος σε μια σχέση, κάτι που μπορώ να πετύχω, εάν αναγνωρίσω πρώτα στον εαυτό μου όσα αγαπάω και απολαμβάνω στον άλλον. Τότε, θα έχουμε δύο ολοκληρωμένους ανθρώπους με την ικανότητα να αγαπήσουν το σύντροφό τους μέσω της επίγνωσης του εαυτού τους και η εξίσωση μπορεί να οδηγεί στο άπειρο!