Η θεραπεία Gestalt μία από τις βασικότερες θεραπείες της Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας, ιδρύθηκε από τον Frederick (Fritz) Perls και αναπτύχθηκες στο Ινστιτούτο Esalen, στο οποίο εργάστηκε και ο ίδιος τη δεκαετία του ΄60.
Ο Perls γεννήθηκε στο Βερολίνο και σπούδασε νευρολογία-ψυχιατρική. Από το 1926 μέχρι το 1933 έκανε ψυχανάλυση με πολλούς θεραπευτές και τελευταίο το Reich. Από το 1933 και μετά εργάστηκε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στη Ν. Αφρική. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου συνεργάστηκε με τον ψυχοφυσιολόγο Kurt Goldstein, ο οποίος ανήκε στη σχολή της ψυχολογίας Gestalt. Η γυναίκα του Laura, με την οποία ανέπτυξαν μαζί τη θεραπεία Gestalt, εκπαιδεύτηκε επίσης στην ψυχανάλυση και σπούδασε ψυχολογία.
Εκτός από την ψυχανάλυση και τη θεωρία Gestalt , επηρεάστηκε και από άλλους ψυχολόγους και φιλοσόφους της εποχής του , καθώς και από το βουδισμό Ζεν, ενσωματώνοντας στη δουλειά του πολλές άλλες ιδέες, τις οποίες εξέλιξε και διαφοροποίησε.
Γύρω στα 1946 πρότεινε τη δική του θεραπευτική προσέγγιση, την Gestalt, που στα γερμανικά σημαίνει μορφή ή όλον. Η κεντρική ιδέα της Gestalt είναι η αντιμετώπιση του ατόμου σαν μια ολότητα (σώμα και νους), που βρίσκεται σε άμεση σχέση και συνεχή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Από την ψυχανάλυση κράτησε την ιδέα ότι τα άτομα μέσα από τη σχέση τους με το θεραπευτή συνειδητοποιούν τα βιώματα και τις συμπεριφορές τους. Διαφοροποιήθηκε δε από αυτήν ως προς το υποσυνείδητο, για το οποίο πίστευε ότι δεν έχουμε επίγνωση, επίσης ως προς το ότι ενώ η ψυχαναλυτική θεραπευτική παρέμβαση έχει σαν αναφορά κυρίως τα πρώτα παιδικά χρόνια και τα πρώιμα βιώματα και τραύματα, η Gestalt επικεντρώνεται στο τωρινό βίωμα του ατόμου.
Από τη σχολή ψυχολογίας Gestalt, που μελετούσε κυρίως την αντίληψη και τη μάθηση, μεταξύ άλλων κράτησε την ιδέα της συνολικής φύσης του ατόμου, ότι δηλαδή η λειτουργία και η συμπεριφορά του ανθρώπου επηρεάζεται συνολικά, ακόμα κι αν ένα μόνο μέλος του σώματός του υποστεί βλάβη. Επίσης κράτησε την έννοια του «σχήματος και του φόντου», ότι δηλαδή το άτομο μπορεί να αντιληφθεί κάθε φορά ένα μονάχα αντικείμενο, ανασύροντάς το από το γενικό φόντο και στρέφοντας την προσοχή του εκεί.
Από το φιλόσοφο Friedlander κράτησε την ιδέα ότι τα πάντα πολώνονται στα δύο αντίθετά τους , έτσι η ανισορροπία δημιουργείται όταν το άτομο παγιδεύεται σε μία από τις αντίθετες δυνάμεις και αποκτά μονόπλευρη οπτική. Ενώ το άτομο που βρίσκει την ισορροπία του στο κέντρο των αντιθέσεων μπορεί να δει και τις δύο πλευρές .
Από το Moreno επηρεάστηκε ως προς τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η Gestalt, που είναι συγγενικές του ψυχοδράματος.
Από το Reich κράτησε τη μη παραδοσιακή θεραπευτική σχέση, καθώς και την έμφαση στα συναισθήματα και στην εκδήλωση των συγκινήσεων στο σώμα, που καθόρισαν τις τεχνικές επίγνωσης που χρησιμοποιεί .
Τέλος, από τον υπαρξισμό υιοθέτησε και εξέλιξε τις έννοιες του «εδώ και τώρα», της «προσωπικής ευθύνης» και της «επίγνωσης». Διαφοροποιήθηκε από αυτόν ως προς δύο σημεία:
– Έδωσε μεγαλύτερη σημασία στα συναισθήματα που δημιουργούνται στο εδώ και τώρα
-Έδωσε μικρότερη σημασία στο παρελθόν και καθόλου στο μέλλον
ΜΟΡΦΉ ΚΑΙ ΦΟΝΤΟ
Οι έννοιες μορφή και φόντο προέρχονται από τη θεωρία της ψυχολογίας Gestalt, σύμφωνα με την οποία το μάτι διαφοροποιεί ένα αντικείμενο από την περιοχή που το περιβάλλει. Μια φόρμα, ένα σχήμα ή μια σιλουέτα γίνονται αντιληπτά σαν μορφές που ξεπηδούν από ένα φόντο. Η αντίληψή μας είναι εκλεκτική, δεν κοιτάμε απλώς, βλέπουμε και αναζητούμε αυτό που μας ενδιαφέρει, το ξεχωρίζουμε από το περιβάλλον και το ανάγουμε σε μορφή. Αντίστοιχα για τον Perls , ένα θέμα ή μια κυρίαρχη ανάγκη αναδύονται από το αντιληπτικό μας πεδίο, δηλαδή το σύνολο του οργανισμού μας και του περιβάλλοντος, και τραβούν την προσοχή μα ή απαιτούν ικανοποίηση. Όταν η ανάγκη αυτή ικανοποιηθεί ή το θέμα ολοκληρωθεί, επιστρέφουν στο φόντο, επιτρέποντας έτσι σε μια νέα ανάγκη ή σε ένα νέο θέμα να αναδυθεί. Σε ένα υγιές άτομο αυτή η συνεχής διαδικασία είναι ομαλή και επιτρέπει την ικανοποίηση των αναγκών του
Η ΜΙΣΟΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Μια άλλη κεντρική έννοια της θεραπείας Gestalt είναι αυτή της ημιτελούς μορφής. Προέρχεται από την «αρχή της συμπληρωματικότητας» της ψυχολογίας Gestalt, σύμφωνα με την οποία όταν ένα άτομο βλέπει ένα ημιτελές σχήμα, προσπαθεί νοητά να το ολοκληρώσει. Ο Perls εισήγαγε αυτή την αρχή στη θεραπεία χρησιμοποιώντας τον όρο «μισοτελειωμένη υπόθεση». Υποστηρίζει ότι ο οργανισμός μας έχει την έντονη τάση να ολοκληρώνει κάθε μισοτελειωμένη υπόθεση, συναλλαγή ή σχέση.
Πώς δημιουργείται όμως μια «μισοτελειωμένη υπόθεση»; Κάθε άτομο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του σχετίζεται με το περιβάλλον. Οι ανάγκες του δημιουργούν ένταση, η οποία τον κινητοποιεί και τον οδηγεί, κάτω από κανονικές συνθήκες, στην ικανοποίησή τους. Τότε ο κύκλος κλείνει και έχουμε μια «ολοκληρωμένη υπόθεση», που οδηγεί τον οργανισμό σε χαλάρωση. Αντίθετα, όταν συμβαίνει να μη μπορεί να ικανοποιηθεί μια ανάγκη, η ένταση εγκαθίσταται και η «μισοτελειωμένη υπόθεση» παραμένει .
Σε ένα υγιές άτομο αυτός ο κύκλος αναπαράγεται σταθερά και αυξάνεται διαδοχικά τείνοντας προς ολοκλήρωση. Δηλαδή οι ανάγκες του διευρύνονται και εξελίσσονται και το άτομο οδηγείται συνεχώς, μέσα από τη δημιουργική ένταση, σε αναζήτηση λύσεων και ικανοποίησης μέσα από το περιβάλλον. Έτσι διευρύνοντας τις ανάγκες του, εμπλουτίζει τις πηγές του και αναπτύσσει συνεχώς το δυναμικό του, για να ανταποκριθεί.
Αντίθετα, το νευρωσικό άτομο μένει στην ένταση που του δημιουργεί η «μισοτελειωμένη υπόθεση». Αποφεύγει να βιώσει τα οδυνηρά συναισθήματα που του προκαλούν η μη ικανοποίηση και η σύγκρουση με το περιβάλλον, εμποδίζοντας τον εαυτό του να τελειώσει αυτή την υπόθεση. Το αποτέλεσμα είναι να αναστέλλει την ανάπτυξή του, γιατί ξοδεύει μεγάλο μέρος της ενέργειάς του σε «ανοιχτούς λογαριασμούς» του παρελθόντος που πιέζουν για να κλείσουν, έτσι παίρνουν συχνά τη μορφή της καταναγκαστικής επανάληψης εμποδίζοντας το άτομο να βιώσει πλήρως το παρόν.
Η ΑΥΤΟΡΡΥΘΜΙΣΗ
Ο ανθρώπινος οργανισμός , όταν λειτουργεί ανεμπόδιστα, επανέρχεται σε ισορροπία μέσα από την αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον(ανάγκη- ικανοποίηση της ανάγκης). Ο Perls λέει χαρακτηριστικά ότι ο οργανισμός μας «γνωρίζει κάθε στιγμή τι είναι σημαντικό για αυτόν και μπορούμε να εμπιστευτούμε τη σοφία του».
Πρόκειται για το φαινόμενο της αυτορρύθμισης, που λειτουργεί όταν το άτομο βρίσκεται στο κέντρο των αναγκών του, δηλαδή απαντά στην εκάστοτε κατάσταση που προκύπτει όντας σε επαφή με τα αντιληπτικά, συναισθηματικά, αισθητηριακά και διαισθητικά του βιώματα.
Η ισορροπία όμως του οργανισμού απειλείται όταν η αυτορρύθμιση δίνει το προβάδισμα στον εξωτερικό έλεγχο. Τότε η σύγκρουση μεταξύ της εσωτερικής αυτορρύθμισης και του εξωτερικού ελέγχου δημιουργεί σύγχυση, ακινητοποίηση και άγχος. Οδηγεί δε σε συμπεριφορές και ρόλους που υποδηλώνουν ανάγκη για δύναμη και έλεγχο (γκρίνια, αυτολύπηση, χειρισμός των γύρω κτλ), εμποδίζοντας το άτομο να ολοκληρώσει τις «μισοτελειωμένες υποθέσεις» και να προχωρήσει.
Το «τώρα και το πώς»
Δύο άλλες βασικές έννοιες της θεραπείας Gestalt είναι το τώρα, που περικλείει το βίωμα, το διάλογο και την επίγνωση κατά την ώρα της θεραπείας και το πώς, που περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση της λειτουργίας της «μισοτελειωμένης υπόθεσης».
Η αύξηση της επίγνωσης συνδέεται κυρίως με το πώς βιώνει την εμπειρία του ο θεραπευόμενος συγκινησιακά, συναισθηματικά και σωματικά. Διευκολύνεται να επανασυνδεθεί με τις συγκινήσεις και τα συναισθήματά του και να πάρει επίγνωση του πώς αυτά εκφράζονται στο σώμα του. Έτσι μιλά για το τι βιώνει τώρα και πώς το βιώνει χωρίς να ερμηνεύει και να διανοητικοποιεί προσπαθώντας να εξηγήσει το γιατί.
Στη θεραπεία Gestalt η αλλαγή δεν είναι αυτοσκοπός. Η δουλειά του θεραπευτή είναι να βοηθήσει το θεραπευόμενο να αναπτύξει την επίγνωσή του και να έρθει σε πλήρη επαφή με αυτό που είναι, εγκαταλείποντας την προσπάθειά του να γίνει αυτό που θα ήθελε ή θα έπρεπε να γίνει. Αυτά τα πρέπει, προέρχονται από τα οικογενειακά και κοινωνικά πρότυπα, δημιουργώντας έντονες εσωτερικές συγκρούσεις.
Οι θεραπευτές Gestalt πιστεύουν ότι οι άνθρωποι έχουν ένα έμφυτο ένστικτο που οδηγεί προς την υγεία. Το εργαλείο, για να διοχετεύσει το άτομο αυτό το αυθόρμητο ένστικτο προς την υγεία, είναι η επίγνωση του προφανούς και το συνεχές της επίγνωσης(Yontef, 1993). Όπως ισχυρίζεται ο D. Whyte, «το μόνο μέρος, απ’όπου μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα, είναι από εκεί που βρισκόμαστε».
Συνήθως το άτομο έρχεται στην ψυχοθεραπεία, έχοντας υιοθετήσει μια στάση καθοδηγούμενη από τα πρέπει ή θέλοντας να είναι κάτι άλλο, ζητώντας από το θεραπευτή να εξαλείψει ως διά μαγείας κάθε δύσφορο και ενοχλητικό σύμπτωμα. Οι συνήθεις ερωτήσεις είναι: «πότε θα μου περάσει;», «πείτε μου τι να κάνω!», ή «θα ήθελα να μη μου συμβαίνει» κτλ
Σκοπός της ψυχοθεραπείας Gestalt είναι να επαναφέρει στο άτομο την ικανότητα της αυτορρύθμισης, δηλαδή την ικανότητα να ανταποκρίνεται άμεσα σε αυτό που συμβαίνει στο εδώ και τώρα. Αυτό θα του επιτρέψει να χρησιμοποιεί όλο του το δυναμικό για να αναπτύσσεται και όχι για να κυριαρχήσει σε μια κατάσταση του παρελθόντος προσπαθώντας να ολοκληρώσει μια μισοτελειωμένη υπόθεση.
Πιο αναλυτικά οι στόχοι της θεραπείας Gestalt είναι:
-Να αναπτύξει άμεση συνείδηση του συνολικού αντιληπτικού του πεδίου. Η έμφαση δίνεται στην αισθητηριακή συνειδητότητα, δηλαδή στην επίγνωση του τι νιώθει κανείς στο παρόν.
-Να αποκτήσει επίγνωση των ρόλων που παίζει, των αμυνών που χρησιμοποιεί και των σκέψεων που κάνει, ώστε μα αποφύγει την άμεση εμπειρία.
-Να κλείσει τις μισοτελειωμένες υποθέσεις και να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες για το μέλλον βιώνοντάς τες στο παρόν.
-Να αποδεχτεί και να συμφιλιωθεί με τις διαφορετικές πλευρές του εαυτού του, ώστε να είναι αυτό που είναι και όχι αυτό που οι άλλοι θα ήθελαν να είναι.
Ο Perls συγκεκριμένα αναφέρει ότι «το υγιές άτομο βρίσκεται σε πλήρη επαφή με τον εαυτό του και με την πραγματικότητα» και δίνει το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ο ψυχωσικός λέει «Είμαι ο Ναπολέων»
Ο νευρωσικός λέει «Θα ήθελα να είμαι ο Ναπολέων»
Ο υγιής λέει «Είμαι αυτό που είμαι».
H Gestalt δεν προσπαθεί να εξηγήσει μόνο το γιατί αλλά παροτρύνει τον πειραματισμό με νέες λύσεις για τα παλιά προβλήματα. Δεν είναι μόνο ένας τρόπος να μάθουμε το γιατί.
Η Gestalt προσθέτει και το να νιώσουμε το πώς, πράγμα που ενθαρρύνει την αλλαγή. Η Gestalt ενσωματώνει και συνδυάζει πολλές διαφορετικές τεχνικές με αυθεντικό τρόπο: λεκτικές και μη λεκτικές μεθόδους, όπως αισθητηριακή επίγνωση, δουλειά με την ενέργεια, ασκήσεις αναπνοής, ασκήσεις με το σώμα και τη φωνή, συναισθηματική έκφραση, όνειρα και φαντασιώσεις, ψυχόδραμα και δημιουργικότητα (ζωγραφική, μουσική, χορός).
Άλλωστε πρόσφατες νευροεπιστημονικές έρευνες μας προσέφεραν έναν καλύτερο τρόπο για να κατανοήσουμε ότι κάθε μαθησιακό βίωμα και κάθε ψυχοθεραπευτική παρέμβαση λειτουργεί απευθείας στο εγκεφαλικό κύκλωμα.
Η βιοχημεία του εσωτερικού εγκεφάλου τροποποιείται, όπως τροποποιείται η παραγωγή ορμονών και νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνη, σεροτονίνη, αδρεναλίνη, τεστοστερόνη κλπ).
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις θεραπείες που ασχολούνται με το σώμα και το συναίσθημα, όπως είναι ψυχοθεραπεία Gestalt. Αντιλαμβανόμαστε τελικά ότι ορισμένες ψυχοθεραπείες είναι στην ουσία μια μορφή χημιοθεραπείας. Νευροφυσιολογικές και βιοχημικές τροποποιήσεις λαμβάνουν χώρα στην ψυχοθεραπεία.
Μαθαίνουμε πολύ καλύτερα όταν νιώθουμε ευχαρίστηση, επιθυμία ή φόβο από ότι όταν είμαστε αδιάφοροι. Η προσέγγιση Gestalt στοχεύει στο να διεγείρει μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση στον πελάτη ούτως ώστε το έργο που παίζεται κάθε φορά να «αποτυπωθεί» (να καταγραφεί) μόνιμα λόγω των τροποποιήσεων της μοριακής δομής (δημιουργία μιας μορφής, gestal-tung)
Με τον όρο επίγνωση εννοούμε τη διαδικασία της βαθιάς ενόρασης των αισθήσεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών μας, καθώς και του περιβάλλοντος.
Συνδέεται με την εμπειρία και όχι με τη διανοητικοποίηση ενώ διαφοροποιείται από την ενδοσκόπηση.
Όπως περιγράφεται από τους Perls, Hefferline, Goodman (1951): « Η επίγνωση είναι σαν τη λάμψη του κάρβουνου, που προέρχεται από την ίδια του την καύση. Αυτό που προκύπτει από την ενδοσκόπηση είναι σαν το φως που αντανακλάται από ένα αντικείμενο, όταν ένας φακός στρέφεται προς αυτό.
Η επίγνωση αποτελεί μια διαδικασία που συμβαίνει στο κάρβουνο (σε όλον τον οργανισμό).
Στην ενδοσκόπηση, η διαδικασία συμβαίνει σε αυτόν που κατευθύνει το φακό (μια διάσχιση κι ένα πολύ υποκειμενικό μέρος του οργανισμού, που θα το ονομάσουμε εμπρόθετο εγώ)…»(Perls, et.al., σελ 75-76).
Ο θεραπευτής Gestalt δεν είναι μια απόμακρη, ουδέτερη φιγούρα. Είναι «ένα ανθρώπινο ον και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον πελάτη» (Perls, 1947, σελ. 231).
Η δουλειά του θεραπευτή είναι να προσκαλέσει το θεραπευόμενο σε μια ενεργή συνεργασία, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να μάθει για τον εαυτό του.
Προσέχει αυτό που φαίνεται και αυτό που λείπει στις λειτουργίες και τις διαδικασίες του στο παρόν. Αντίθετα από το να μένει ουδέτερος ή αντικειμενικός , όπως εξηγούν οι Polsters (1973) «ο θεραπευτής είναι ο ίδιος το εργαλείο της δουλειάς του» (σελ 18), εννοώντας ότι χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως ένα αξιόπιστο εργαλείο για να κατανοήσει τον πελάτη.
Συναισθάνεται τον πελάτη και νιώθει την εμπειρία εκείνου, χρησιμοποιώντας τη δική του εμπειρία. Μοιράζεται την επίγνωσή του, τα συναισθήματά του και τις αντιδράσεις του.
Χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του, την εκπαίδευσή του, καθώς και τη διαίσθησή του, για να αναζητήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς και τα παγιωμένα μοτίβα του θεραπευόμενου.
Είναι παρών στη διαδικασία, αφήνεται να επηρεαστεί, να νιώσει και να μοιραστεί. Αυτή η έμφαση στην παρουσία του θεραπευτή, είναι και η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ της θεραπείας Gestalt και της ψυχανάλυσης.
Ο θεραπευτής Gestalt μοιράζεται «τις παρατηρήσεις, τις συναισθηματικές του αντιδράσεις, τη διαίσθησή του» (Yontef, 1988,σελ 25) έχοντας ως γνώμονα τους εξής παράγοντες: τη φάση της θεραπείας, την ωριμότητα του θεραπευόμενου, το κεντρικό θέμα, το αναπτυξιακό στάδιο.
Ο θεραπευτής Gestalt λειτουργεί αυθόρμητα λαμβάνοντας υπόψη του ποιος είναι ο ίδιος ως θεραπευτής, ποιος είναι ο θεραπευόμενος, ποια είναι η κατάλληλη στιγμή, το στάδιο της θεραπείας.
Τέλος, λαμβάνει και καθρεφτίζει αυτό που συμβαίνει στην αλληλεπίδρασή του με το θεραπευόμενο, έτσι ώστε αυτό να γίνει μέρος της δυναμικής της θεραπείας.
Διατηρώντας και υπερασπίζοντας τις υπαρξιακές αξίες, η θεραπευτική σχέση στην προσέγγιση Gestalt, ορίζεται ως μια σχέση οριζόντια και όχι ιεραρχική, η οποία δίνει έμφαση στην πλήρη και αυθεντική δέσμευση και συνεργασία μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου.
Η θεραπευτική σχέση βασίζεται στη φιλοσοφία του διαλογικού υπαρξισμού του Martin Buber. Ο Buber υποστηρίζει ότι όλη η ζωή είναι μια συνάντηση. Δεν υπάρχει «εγώ» που να μπορεί να σταθεί μόνο του. Υπάρχει το «εγώ» του «εγώ-αυτό» και το «εγώ» του «εγώ-εσύ». Αυτοί οι δυο τρόποι ύπαρξης του «εγώ», εναλλάσσονται.
Ο τρόπος του «εγώ-αυτό» είναι ένας ζωτικά αναγκαίος τρόπος επιβίωσης ενώ ο τρόπος του «εγώ-εσύ» είναι αναγκαίος και συμπληρωματικός για την κατανόηση του ανθρώπου. Όπως ακριβώς το θέτει ο Buber(1970), το «ανθρώπινο ον δε μπορεί να ζήσει χωρίς το «αυτό», αλλά όποιο ον ζει μόνο με το «αυτό» δεν είναι το ανθρώπινο» (σελ 85).
Σύμφωνα με το Farber (1966), τo «εγώ-αυτό» περιλαμβάνει λειτουργίες, όπως της κρίσης, της θέλησης, του προσανατολισμού, του στοχασμού, της οργάνωσης της ζωής στο χώρο και στο χρόνο, καθώς επίσης και όλες εκείνες τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις προσπάθειες για να γίνουμε κατανοητοί από τους άλλους. Από την άλλη πλευρά, η σχέση «εγώ-εσύ» είναι σχέση ενιαία, επιβεβαιώνει την ανθρώπινη ολότητα και περιλαμβάνει τις ποιότητες της αμεσότητας, της ευθύτητας, της παρουσίας και της αμοιβαιότητας.
Ο Friedman (1965) υποστηρίζει ότι βλέπουμε τη σχέση «εγώ-εσύ» «…όχι ως μια διάσταση του εαυτού αλλά ως υπαρξιακή και οντολογική πραγματικότητα, στην οποία ο εαυτός αποκτά υπόσταση και διαμέσου της οποίας γίνεται πλήρης και αυθεντικός (ο εαυτός)».
Σύμφωνα με τα λόγια του Hycner, «όταν δύο άνθρωποι παραδίδονται στο «μεταξύ-αυτό», που ονομάζεται υπαρξιακή εμπιστοσύνη, τότε αναδύεται η πιθανότητα της «εγώ-εσύ» σχέσης. Αυτό όμως αποτελεί πάντα μια προσωρινή κατάσταση και οι δυο θα γυρίσουν αναγκαία στον κόσμο του «εγώ-αυτό». Η ύπαρξη με οποιονδήποτε τρόπο είναι μια εξελισσόμενη διαδικασία σε μια δυναμική σχέση του άλλου τρόπου. Ο κάθε τρόπος εναλλάσσεται ως φόντο στον άλλο. Αυτό που είναι δημιουργικό και υγιές, είναι να βρίσκει κάποιος την ισορροπία ανάμεσα στο «εγώ-αυτό» και το «εγώ-εσύ»(Hycner, Jacobs, 1995, σελ 53).
Όσον αφορά στον «αυθεντικό διάλογο», ο Buber υποστήριζε ότι για να υπάρχει αυτός χρειάζεται να είναι παρόντα κάποια συγκεκριμένα στοιχεία: η παρουσία, η αυθεντική και ανεπιφύλακτη επικοινωνία και η συμπερίληψη. Τα παραπάνω στοιχεία είναι οι προϋπο θέσεις για μια διαλογική, θεραπευτική σχέση.