Συχνά οι πελάτες που έρχονται στο γραφείο μας αναρωτιούνται «πότε θα μου περάσει το άγχος;» ή «θέλω να κάνω κάτι για να νιώσω δυνατός» ή «δε θέλω άλλο να πονάω , να έχω αρνητικά συναισθήματα» ή «θέλω να τα πω σε έναν ειδικό να με καταλάβει»
Η αλήθεια είναι πως στις ψυχικές ενοχλήσεις ή διαταραχές είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι θεραπεύτηκε.
Πολλές φορές οι άνθρωποι νιώθουν ανακούφιση από μια συζήτηση, από κάτι που θα διαβάσουν, θα ακούσουν ή από την επίσκεψή τους σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας.
Η ανακούφιση όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση θεραπεία! Επιπλέον , έχουμε στο μυαλό μας τη θεραπεία σαν κάτι απτό, όπως είναι στις σωματικές ενοχλήσεις π.χ ανακουφιζόμαστε από τον πόνο, φεύγει ο πυρετός, σταματάει ο πονοκέφαλος.
Αυτά όμως είναι εξάλειψη των συμπτωμάτων όχι των αιτιών που τα δημιουργούν. Έτσι συμβαίνει και με τις ψυχικές διαταραχές. Υπάρχουν ανακουφιστικές πρακτικές και πρακτικές που αγγίζουν τις βαθύτερες αιτίες των ψυχικών προβλημάτων.
Συχνά οι άνθρωποι θεωρούμε πως η ανακούφιση από κάποια δυσάρεστα συμπτώματα είναι το ίδιο πράγμα με τη θεραπεία, γιατί και τα δύο σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο έχουν παρόμοιο αποτέλεσμα.
Γενικά (όχι μόνο στο ψυχικό επίπεδο), αληθινή θεραπεία είναι εκείνη που οδηγεί στην εκρίζωση του βαθύτερου αιτίου ενός συμπτώματος και ανακούφιση είναι εκείνη που οδηγεί μόνο στην ελάττωση της έντασης του συμπτώματος, χωρίς όμως να επηρεάζει το αίτιό του.
Ανάμεσα στην αληθινή θεραπεία και την ανακούφιση υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις. Μέχρι να βρεθεί και να αντιμετωπιστεί αυτή η αιτία, δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματική, αληθινή θεραπεία της.
Η ψυχοθεραπεία συνήθως φτάνει σε πιο βαθιά επίπεδα αιτιολογίας των ψυχικών συμπτωμάτων.
Κι εδώ όμως υπάρχουν ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις επιφανειακές, περισσότερο κοντά στο άκρο της ανακούφισης, και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που πάνε πιο βαθιά, ακόμα και μέχρι την ρίζα της ρίζας, οπότε μιλάμε για πραγματική, αληθινή ψυχοθεραπεία.
Και εδώ όταν μιλάμε για αίτια των ψυχολογικών συμπτωμάτων δεν αναφερόμαστε σε γεγονότα του παρελθόντος αλλά στο συνολικό τρόπο που ένας άνθρωπος οργανώνει την εμπειρία του, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και ικανοποιεί τις ανάγκες του, τους ρόλους που παίζει στη ζωή του, για να είναι αποδεκτός, τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις ανησυχίες του κ.α
Το κατά πόσο μια ψυχοθεραπευτική μέθοδος ή για να είμαστε πιο ακριβείς ένας ψυχοθεραπευτής που κάνει χρήση ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, στοχεύει στην ανακούφιση ή στην θεραπεία είναι ένα τεράστιο θέμα, που χρειάζεται πολλή προσοχή.
Ο θεραπευτής είναι σημαντικό να έχει γνώση των θεωριών της ανθρώπινης εξέλιξης, ώστε να κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις εμπειρίες τους. π.χ το να ακούσω μόνο το πρόβλημα ενός ανθρώπου είναι ως ένα σημείο ανακουφιστικό και εν μέρει θεραπευτικό αλλά δεν είναι ψυχοθεραπεία.
Το να σου πω δυο καλά λόγια ή να σε παρηγορήσω ή να σου πω τι θα έκανα εγώ στη θέση σου, μπορεί να είναι κάπως βοηθητικό αλλά είναι πιθανόν να εμφανιστεί ξανά το σύμπτωμα, η δυσφορία, γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει επίγνωση, άμεση δηλαδή συνείδηση του συνολικού αντιληπτικού του πεδίου.
Σημασία έχει η έμφαση στην αισθητηριακή συνειδητότητα, δηλαδή στην επίγνωση του τι νιώθει κανείς στο παρόν.
Αλλά ακόμη κι αν συνειδητοποιήσω ποιες είναι οι αιτίες των προβλημάτων μου, ότι πχ δεν ζω μια αληθινή, αυθεντική με νόημα ζωή και περιορίζομαι σε ρόλους, δεν αρκεί για να αρθούν αυτές οι αιτίες και να εξαφανιστούν α προβλήματά μας.
H Gestalt δεν προσπαθεί να εξηγήσει μόνο το γιατί αλλά παροτρύνει τον πειραματισμό με νέες λύσεις για τα παλιά προβλήματα. Δεν είναι μόνο ένας τρόπος να μάθουμε το γιατί.
Η Gestalt προσθέτει και το να νιώσουμε το πώς, πράγμα που ενθαρρύνει την αλλαγή.
Η Gestalt ενσωματώνει και συνδυάζει πολλές διαφορετικές τεχνικές με αυθεντικό τρόπο: λεκτικές και μη λεκτικές μεθόδους, όπως αισθητηριακή επίγνωση, δουλειά με την ενέργεια, ασκήσεις αναπνοής, ασκήσεις με το σώμα και τη φωνή, συναισθηματική έκφραση, όνειρα και φαντασιώσεις, ψυχόδραμα και δημιουργικότητα (ζωγραφική, μουσική, χορός).
Άλλωστε πρόσφατες νευροεπιστημονικές έρευνες μας προσέφεραν έναν καλύτερο τρόπο για να κατανοήσουμε ότι κάθε μαθησιακό βίωμα και κάθε ψυχοθεραπευτική παρέμβαση λειτουργεί απευθείας στο εγκεφαλικό κύκλωμα.
Η βιοχημεία του εσωτερικού εγκεφάλου τροποποιείται, όπως τροποποιείται η παραγωγή ορμονών και νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνη, σεροτονίνη, αδρεναλίνη, τεστοστερόνη κλπ). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις θεραπείες που ασχολούνται με το σώμα και το συναίσθημα, όπως είναι ψυχοθεραπεία Gestalt.
Αντιλαμβανόμαστε τελικά ότι ορισμένες ψυχοθεραπείες είναι στην ουσία μια μορφή χημιοθεραπείας. Νευροφυσιολογικές και βιοχημικές τροποποιήσεις λαμβάνουν χώρα στην ψυχοθεραπεία. Μαθαίνουμε πολύ καλύτερα όταν νιώθουμε ευχαρίστηση, επιθυμία ή φόβο από ότι όταν είμαστε αδιάφοροι.
Η προσέγγιση Gestalt στοχεύει στο να διεγείρει μια βαθιά συναισθηματική ανταπόκριση στον πελάτη ούτως ώστε το έργο που παίζεται κάθε φορά να «αποτυπωθεί» (να καταγραφεί) μόνιμα λόγω των τροποποιήσεων της μοριακής δομής (δημιουργία μιας μορφής, gestal-tung)